- ψευδοπαρθένου
- ψευδοπάρθενοςpretended maidfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδοπάρθενος — ἡ, ΜΑ ψευτοπαρθένα («ψευδοπαρθένου ἑταίρας», Αχιλλ. Τατ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + παρθένος] … Dictionary of Greek